μαρινάτα

μαρινάτα
η
ειδική σάλτσα από ντομάτα, σκόρδο, αλεύρι, αλάτι και ξίδι, η οποία χρησιμοποιείται για τη διατήρηση ψαριών ή κρέατος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. marinata].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • μαρινάρω — μαγειρεύω κρέας ή ψάρι με μαρινάτα ώστε να γίνουν νοστιμότερα και να διατηρηθούν περισσότερο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. marinare «ταριχεύω»] …   Dictionary of Greek

  • μαρινάτος — η, ο αυτός που έχει μαγειρευθεί με μαρινάτα («ψάρι μαρινάτο»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. marinato] …   Dictionary of Greek

  • σαβόρι — και σαβόρο και σαβόρε, το, Ν άκλ. 1. ξινό παρασκεύασμα που περιέχει λάδι, ξίδι, σκόρδο, αλεύρι και δεντρολίβανο και χρησιμεύει για καρύκευση και διατήρηση τηγανητών ψαριών 2. φρ. «ψάρια σαβόρε» ψάρια μαρινάτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. savore < λατ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”